- κυκλοφορώ
- circuler
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κυκλοφορώ — κυκλοφορώ, κυκλοφόρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: κυκλοφορώ : στον απλό προφορικό και στο λογοτεχνικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κυκλοφορώ — και κυκλοφοράω κυκλοφόρησα, κυκλοφορήθηκα, κυκλοφορημένος 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία: Κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο. 2. περιφέρομαι, κινούμαι: Τις ώρες αυτές δεν κυκλοφορεί εδώ πολύς κόσμος. 3. διαδίδομαι: Κυκλοφόρησε η φήμη ότι θα γίνουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
Протопсалти, Алкистис — Алкистис Протопсалти … Википедия
αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
ακυκλοφόρητος — η, ο [κυκλοφορώ] 1. αυτός που δεν τέθηκε ή δεν μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία 2. (για ειδήσεις) αυτός που δεν διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, ο ακοινολόγητος 3. (για έντυπα) αυτός που δεν εκδόθηκε 4. (για χρήματα) αυτά που δεν διατέθηκαν για το… … Dictionary of Greek
αποπλανώ — (AM ἀποπλανῶ, άω, Α κ. έω) νεοελλ. 1. ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις, παρασύρω, ξελογιάζω γυναίκα 2. ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανηλίκου ή πνευματικά ανάπηρου προσώπου αρχ. Ι. 1. εκτρέπω από την ευθεία, απομακρύνω από το κύριο θέμα 2.… … Dictionary of Greek
βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
εντρέχω — ἐντρέχω (AM) τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτι μσν. 1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου») 2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα αρχ … Dictionary of Greek
επαναπολώ — ἐπαναπολῶ, έω (Α) 1. αναπολώ εκ νέου, εξετάζω ξανά («καὶ δὶς καὶ τρὶς τό γε καλῶς ἔχον ἐπαναπολεῑν τῷ λόγῷ», Πλάτ.) 2. μέσ. ἐπαναποδίζομαι επανέρχομαι στα ίχνη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα πολώ. Το β συνθετ. πολώ «κυκλοφορώ, αναστρέφω» μπορεί να… … Dictionary of Greek